γλοιώδους

γλοιώδους
γλοιώδης
glutinous
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βλέννος — βλέννος, το (Α) 1. κολλώδης ουσία, βλέννα 2. ονομασία ψαριού, η σαλιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλέννος με τη σημ. 2 < επίθ. βλεννός, με μετάθεση του τόνου. Ονομάστηκε έτσι λόγω του γλοιώδους υγρού με το οποίο επικαλύπτεται. Για το βλέννος με τη σημ. 1 …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • μύξων — μύξων, ωνος, ὁ (Α) είδος ψαριού, πιθ. το ψάρι μύλλος ο φαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ων. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τής γλοιώδους υφής του (πρβλ. λατ. mungō)] …   Dictionary of Greek

  • ουριδρωσία — ή ουρίδρωση, η ιατρ. έκκριση υποκίτρινου γλοιώδους ιδρώτα που περιέχει συστατικά τών ούρων, λ.χ. ουρία και ουρικό οξύ, και που παρατηρείται σε ορισμένες περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας …   Dictionary of Greek

  • σπάτουλα — η, Ν 1. εργαλείο με λαβή και πλατύ έλασμα με το οποίο απλώνεται πολτώδες υλικό ή ανασηκώνεται υλικό που δεν έχει απόλυτα στερεοποιηθεί, αλλ. σπάθη 2. μτφ. η γλώσσα, ως όργανο γλοιώδους κολακείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spatola] …   Dictionary of Greek

  • στελίς — η, ΝΑ το παρασιτικό φυτό Viscum album. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. στελ τού στέλλω* με επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. καλαμ ίς), λόγω τής κολλητικής, γλοιώδους ουσίας τού φυτού, που τό στερεώνει] …   Dictionary of Greek

  • αδαμική γη — Είδος αλατούχας και γλοιώδους λάσπης που αποκαλύπτεται κατά την άμπωτη στις ρηχές περιοχές της θάλασσας. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, από τη λάσπη αυτή έπλασε o Θεός τον Αδάμ …   Dictionary of Greek

  • δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ψελλός, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1018 – 1078). Πολιτικός και φιλόσοφος, μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του Βυζαντίου. Μετά τις σπουδές του κοντά στον Νικήτα Βυζάντιο και στον Ιωάννη Μαυρόποδα, ο Ψ. επιδόθηκε στη δικηγορία, υπηρέτησε για ένα διάστημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”